- βαυκάλημα
- τό1) колыбельная песня; 2) перен. убаюкивание, усыпление ложными обещаниями; 3) ложное обещание; обманчивая надежда
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαυκάλημα — το (AM βαυκάλημα) [βαυκαλώ] τραγούδι για να κοιμηθούν τα μωρά, νανούρισμα νεοελλ. 1. παραπλανητική, απατηλή υπόσχεση 2. αβάσιμη ελπίδα … Dictionary of Greek
βαυκαλήμασιν — βαυκάλημα lullaby neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)